περιεργία

περιεργία
η, ΜΑ
βλ. περιέργεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιεργία — περιεργίᾱ , περιεργία futility fem nom/voc/acc dual περιεργίᾱ , περιεργία futility fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργίᾳ — περιεργίαι , περιεργία futility fem nom/voc pl περιεργίᾱͅ , περιεργία futility fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργίας — περιεργίᾱς , περιεργία futility fem acc pl περιεργίᾱς , περιεργία futility fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργίαι — περιεργία futility fem nom/voc pl περιεργίᾱͅ , περιεργία futility fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργίαν — περιεργίᾱν , περιεργία futility fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργιῶν — περιεργία futility fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργίαις — περιεργία futility fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργίη — περιεργία futility fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργίην — περιεργία futility fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιέργεια — η, Ν, περιεργία ΜΑ και περιέργεια Μ [περίεργος] άσκοπο, ανώφελο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις, επέμβαση στις υποθέσεις άλλων νεοελλ. επίμονη επιθυμία κάποιου να δει ή να μάθει κάτι μσν. αρχ. 1. μάταιη, άσκοπη απασχόληση με ασήμαντα ζητήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”